θανατιάω
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
A = θανατάω 11, Luc.Peregr.32, S.E.M.9.153.
German (Pape)
[Seite 1186] = θανατάω, Suid. u. bei Luc. a. a. O. v. l., θανατιῶσα γραῦς Sext. Emp. adv. phys. 1, 153.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνᾰτιάω: θανατάω (ἴσως ἐσφ. γραφ.), Λουκ. Περεγρ. 32.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir envie de mourir.
Étymologie: θάνατος.
Greek Monotonic
θᾰνᾰτιάω: = θανατάω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
θᾰνᾰτιάω: Luc., Sext. = θανατάω.
Middle Liddell
θᾰνᾰτιάω, = θανατάω, Luc.]