καταγεύομαι

From LSJ
Revision as of 18:05, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγεύομαι Medium diacritics: καταγεύομαι Low diacritics: καταγεύομαι Capitals: ΚΑΤΑΓΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: katageúomai Transliteration B: katageuomai Transliteration C: katageyomai Beta Code: katageu/omai

English (LSJ)

   A taste, οἴστρου Orac. ap. Phleg.37 J.    2 Medic., examine, probe, τοῦ βάθους Heliod. ap. Orib.46.11.13.    II also as Pass., to be conquered in taste, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1342] kosten, genau erforschen, τινός, Sp.; καταγευσθείς erkl. Phot. u. Suid. τῇ γεύσει νικηθείς.

Greek (Liddell-Scott)

καταγεύομαι: ἀποθ., ἐξετάζω, δοκιμάζω, καταγεύεσθαι τοῦ βάθους Χειρουργ. Ἀρχ. σ. 94. ΙΙ. ὡσαύτως ὡς παθ., καταγευσθείς· «τῇ γεύσει νικηθεὶς» Φώτιος.

Greek Monolingual

καταγεύομαι (AM)
μσν.
παθ. (κατά τον Φώτ.) «καταγευσθείς
τῇ γεύσει νικηθείς»
αρχ.
1. δοκιμάζω κάτι με τη γεύση, γεύομαι
2. εξετάζω.