κερατουργός

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾱτουργός Medium diacritics: κερατουργός Low diacritics: κερατουργός Capitals: ΚΕΡΑΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: keratourgós Transliteration B: keratourgos Transliteration C: keratourgos Beta Code: keratourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A = κεραοξόος, Sch.D Il.4.110, EM505.11.

German (Pape)

[Seite 1422] = κερατογλύφος, Schol. Il. 4, 110.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτουργός: -όν, (*ἔργω) = κερατοξόος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 110, Μέγ. Ἐτυμολ. 505. 11. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κερατουργός· ὁ ταῖς κιθάραις κέρατα ποιῶν».

Greek Monolingual

κερατουργός, -όν (Α)
κεραοξόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -ουργός].