κονδυλίζω

From LSJ
Revision as of 20:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονδῠλίζω Medium diacritics: κονδυλίζω Low diacritics: κονδυλίζω Capitals: ΚΟΝΔΥΛΙΖΩ
Transliteration A: kondylízō Transliteration B: kondylizō Transliteration C: kondylizo Beta Code: konduli/zw

English (LSJ)

(κόνδυλος)

   A strike with the fist, Hyp.Fr.98 (Act. and Pass.), Aristid.2.95 J.: metaph., maltreat, oppress, ὀρφανούς LXX Ma.3.5; εἰς κεφαλὰς πτωχῶν ib.Am.2.7; also αὑτὴν εἰς ἀνάμνησιν κ. Lib.Decl.26.20:—Pass., ὑπὸ συνηθείας ἀεὶ κεκονδυλισμένος inured to buffetings, Longin.44.4, cf. D.L.2.21.

German (Pape)

[Seite 1480] mit der Faust schlagen, bes. ohrfeigen, τινά, VLL.; Sp.; auch pass., Aristoz. bei D. L. 2, 21.

Greek (Liddell-Scott)

κονδῠλίζω: μέλλ. -ίσω, (κόνδυλος) κτυπῶ διὰ τῆς πυγμῆς (διὰ τοῦ γρόνθου) Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 76. ― Παθ., ὑπὸ συνηθείας Λογγῖν. 44· βιαιότερον... διαλεγόμενον κονδυλίζεσθαι Διογ. Λ. 2. 21.

French (Bailly abrégé)

donner un coup de poing sur le visage.
Étymologie: κόνδυλος.

Greek Monolingual

κονδυλίζω (ΑM) κόνδυλος
μσν.
σκοντάφτω
αρχ.
1. ραπίζω, χτυπώ κάποιον με τη γροθιά μου
2. φέρομαι βάναυσα, κακοποιώ κάποιον («καὶ προσάξω πρὸς ὑμᾱς ἐν κρίσει... τοὺς κονδυλίζοντας ὀρφανούς», ΠΔ).

Russian (Dvoretsky)

κονδῠλίζω: бить кулаками (κονδυλίζεσθαι καὶ παρατίλλεσθαι Diog. L.).