κορεία
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
(A), ἡ, (κορέω)
A brushing: attendance, prob.in Hsch.
κορ-εία (B), ἡ, (κορεύομαι)
A maidenhood, D.Chr.7.142, AP5.216 (Paul. Sil.), 293.19 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
κορεία: ἡ, (κορέω) τὸ σαίνειν, καθαίρειν, θεραπεία, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
2ας (ἡ) :
la virginité.
Étymologie: κόρη.
Greek Monolingual
(I)
κορεία, ἡ (Α) κορέω (ΙΙ)]
πιθ. (κατά τον Ησύχ.)
1. καθαρισμός, σάρωμα, σκούπισμα
2. επιμέλεια, φροντίδα, θεραπεία.
(II)
κορεία, ἡ (Α)
βλ. κόρειος.
Russian (Dvoretsky)
κορεία: ἡ девственность Anth.