κομπαστής

From LSJ
Revision as of 09:58, 13 January 2020 by Spiros (talk | contribs)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κομπαστής Medium diacritics: κομπαστής Low diacritics: κομπαστής Capitals: ΚΟΜΠΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kompastḗs Transliteration B: kompastēs Transliteration C: kompastis Beta Code: *kompasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A braggart, boastful, Ph.2.273 (pl.), Plu.Crass.16, Sch.Ar.Ach.595 in POxy. 856.56.    II one who rings wine-jars to test their soundness (cf. κομπάζω 11), PSI8.953.3 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1479] ὁ, der Großsprecher, Prahler, Plut. Crass. 16 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κομπαστής: -οῦ, ὁ, ὁ κομπάζων, ἀλαζών, Πλουτ. Κράσσ. 16.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
vantard, fanfaron.
Étymologie: κομπάζω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κομπάστρια (Α κομπαστής) κομπάζω
αυτός που κομπάζει, αλαζόνας, καυχησιάρης
αρχ.
αυτός που χτυπά με το χέρι πήλινο δοχείο κρασιού για να ελέγξει τη στερεότητά του.

Greek Monotonic

κομπαστής: -οῦ, ὁ (κομπάζω), κομπορρήμων, καυχησιάρης, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομπαστής -οῦ, ὁ [κομπάζω] opschepper.

Russian (Dvoretsky)

κομπαστής: οῦ ὁ хвастун Plut.

Middle Liddell

κομπαστής, οῦ, κομπάζω
a braggart, Plut.