κυανόχρως
From LSJ
ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)
English (LSJ)
ων, gen. ωτος, = foreg.,
A πλόκαμος E.Ph. 308 (lyr.); θαλάττης ἔδαφος Alcid. ap. Arist.Rh.1406a5.
German (Pape)
[Seite 1522] ωτος, dasselbe; πλόκαμος Eur. Phoen. 317; auch a. D.; nach Arist. rhet. 3, 3 nannte Alcidamas κυανόχρων τὸ τῆς θαλάττης ἔδαφος.
Greek Monolingual
κυανόχρως, -ων (Α)
βλ. κυανόχρους.
Russian (Dvoretsky)
κῠᾰνόχρως: 2, gen. ωτος Eur., Arst. = κυανόχροος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυανόχρως -ων, gen. -ωτος [κύανος, χρόα] donkerkleurig.