κυσός
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
ὁ,
A = κύσθος, 1, Hsch. II = πυγή, Id. III = κύστις, Herod.2.44, Lyr.Adesp.25. [ῡ Herod.l.c., prob. in Call.Iamb.1.159; ῠ dub. in Lyr.Adesp. l.c.; κῦσος Theognost.Can.72.]
German (Pape)
[Seite 1538] ὁ, = κύσθος, von VLL. πυγή u. γυναικεῖον αἰδοῖον erkl. Es hängt mit κύω zusammen. Vgl. κύσθος, κύστις, κύτος, κύσσαρος.
Greek (Liddell-Scott)
κυσός: ὁ, (κύω) «γυναικεῖον αἰδοῖον» Ἡσύχ. ΙΙ. = πυγὴ παρὰ τῷ αὐτῷ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 = κύσθος Hsch;
2 = πυγή Hsch;
3 = κύστις HDT.
Étymologie: DELG cf. lat. cunnus.
Greek Monolingual
κυσός, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) α) κύσθος, αιδοίο
β) «πυγή»
2. κύστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. κύσθος (Ι)].