μεγαλόμικρος
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
ον,
A great and small at once: τὸ μ. Ph.2.61.
German (Pape)
[Seite 106] groß u. klein, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόμικρος: -ον, μέγας ἅμα καὶ μικρός, Φίλων 2. 61.
Greek Monolingual
μεγαλόμικρος, -ον (Α)
μεγάλος και μικρός ταυτοχρόνως, μικρομέγαλος.