μελανοπλόκαμος

From LSJ
Revision as of 15:56, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνοπλόκᾰμος Medium diacritics: μελανοπλόκαμος Low diacritics: μελανοπλόκαμος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΠΛΟΚΑΜΟΣ
Transliteration A: melanoplókamos Transliteration B: melanoplokamos Transliteration C: melanoplokamos Beta Code: melanoplo/kamos

English (LSJ)

ον,

   A black-haired, Sch.Pi.O.6.46.

German (Pape)

[Seite 119] schwarzlockig, Schol. Pind. P. 1, 3.

Greek (Liddell-Scott)

μελανοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων μέλανας πλοκάμους, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 6. 46, κτλ.

Greek Monolingual

μελανοπλόκαμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρους πλοκάμους, μαύρες πλεξίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πλόκαμος (< πλέκω), πρβλ. λιπαρο-πλόκαμος, χρυσο-πλόκαμος.