μεσοταγής

From LSJ
Revision as of 09:30, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσοτᾰγής Medium diacritics: μεσοταγής Low diacritics: μεσοταγής Capitals: ΜΕΣΟΤΑΓΗΣ
Transliteration A: mesotagḗs Transliteration B: mesotagēs Transliteration C: mesotagis Beta Code: mesotagh/s

English (LSJ)

ές,

   A placed in the middle, [[[ἀριθμοί]]] lamb.in Nic.p.84 P.

German (Pape)

[Seite 140] ές, in der Mitte eingeordnet (?).

Greek (Liddell-Scott)

μεσοτᾰγής: -ές, τεταγμένος, τοποθετημένος ἐν τῷ μέσῳ, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. σ. 119Α.

Greek Monolingual

μεσοταγής, -ές (Α)
αυτός που είναι ταγμένος, τοποθετημένος στο μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -ταγής (< θ. ταγ- του τάσσω, πρβλ. -τάγ-ην), πρβλ. αρτιο-ταγής].