μοιράδιος
English (LSJ)
A = μοιρίδιος (q. v.).
German (Pape)
[Seite 198] v. l. für μοιρίδιος bei Soph. O. C.
Greek (Liddell-Scott)
μοιράδιος: μοιρίδιος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. μοιρίδιος.
Étymologie: μοῖρα.
Greek Monolingual
μοιράδιος, -ον, θηλ. και -α (Α) μοίρα
μοιρίδιος.
Russian (Dvoretsky)
μοιράδιος: (ᾰ) Soph. v. l. = μοιρίδιος.