μοιράδιος

Revision as of 07:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A = μοιρίδιος (q. v.).

German (Pape)

[Seite 198] v. l. für μοιρίδιος bei Soph. O. C.

Greek (Liddell-Scott)

μοιράδιος: μοιρίδιος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. μοιρίδιος.
Étymologie: μοῖρα.

Greek Monolingual

μοιράδιος, -ον, θηλ. και -α (Α) μοίρα
μοιρίδιος.

Russian (Dvoretsky)

μοιράδιος: (ᾰ) Soph. v. l. = μοιρίδιος.