νεατός

From LSJ
Revision as of 04:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεᾱτός Medium diacritics: νεατός Low diacritics: νεατός Capitals: ΝΕΑΤΟΣ
Transliteration A: neatós Transliteration B: neatos Transliteration C: neatos Beta Code: neato/s

English (LSJ)

ὁ,

   A breaking-up of fallow land, X.Oec.7.20.

German (Pape)

[Seite 235] ὁ, Bestellung des Brachfeldes, Xen. Oec. 7, 20, u. Zeit der Bestellung.

Greek (Liddell-Scott)

νεᾰτός: -ή, -όν, (νεάω) χέρσος χῶρος νεωστὶ ἀροθείς, «νεατὴ γῆ ἐστιν ἡ προτμηθεῖσα ἢ ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἀργήσασα, ἣν οἱ Γραικοὶ νέασιν καλοῦσιν» Πανδέκ.· ἐν Γλωσσ. καὶ νεατίς.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
le premier labour d’une terre en jachère.
Étymologie: νεάω.
Par. νειός.

Greek Monolingual

(I)
νεατός, -ή, -όν (Α) [νεώ (Ι)]
(για χέρσο χώρο) αυτός που οργώθηκε, που καλλιεργήθηκε πρόσφατα.
(II)
νεατός, ὁ (Α) όργωμα, καλλιέργεια χέρσας γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώ (Ι) «καλλιεργώ νέο αγρό» + επίθημα -τός (πρβλ. λικμη-τός, υε-τός)].

Russian (Dvoretsky)

νεᾰτός: ὁ вспашка парового поля, взмет Xen.

Middle Liddell

νεᾰτός, οῦ, ὁ,
a ploughing up of fallow land, Xen. [from νεάω