νεατός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A breaking-up of fallow land, X.Oec.7.20.
German (Pape)
[Seite 235] ὁ, Bestellung des Brachfeldes, Xen. Oec. 7, 20, u. Zeit der Bestellung.
Greek (Liddell-Scott)
νεᾰτός: -ή, -όν, (νεάω) χέρσος χῶρος νεωστὶ ἀροθείς, «νεατὴ γῆ ἐστιν ἡ προτμηθεῖσα ἢ ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἀργήσασα, ἣν οἱ Γραικοὶ νέασιν καλοῦσιν» Πανδέκ.· ἐν Γλωσσ. καὶ νεατίς.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
le premier labour d’une terre en jachère.
Étymologie: νεάω.
Par. νειός.
Greek Monolingual
(I)
νεατός, -ή, -όν (Α) [νεώ (Ι)]
(για χέρσο χώρο) αυτός που οργώθηκε, που καλλιεργήθηκε πρόσφατα.
(II)
νεατός, ὁ (Α) όργωμα, καλλιέργεια χέρσας γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώ (Ι) «καλλιεργώ νέο αγρό» + επίθημα -τός (πρβλ. λικμη-τός, υε-τός)].
Russian (Dvoretsky)
νεᾰτός: ὁ вспашка парового поля, взмет Xen.
Middle Liddell
νεᾰτός, οῦ, ὁ,
a ploughing up of fallow land, Xen. [from νεάω