νυκτοπορέω

From LSJ
Revision as of 13:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτοπορέω Medium diacritics: νυκτοπορέω Low diacritics: νυκτοπορέω Capitals: ΝΥΚΤΟΠΟΡΕΩ
Transliteration A: nyktoporéō Transliteration B: nyktoporeō Transliteration C: nyktoporeo Beta Code: nuktopore/w

English (LSJ)

   A go or travel by night, X.Cyr.5.1.20, Str.15.2.6, etc.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοπορέω: πορεύομαι, ὁδοιπορῶ διὰ νυκτός, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 19· - νυκτοπορία, ἡ, ἡ διὰ νυκτὸς πορεία, Πολύβ. 5. 7, 3, κτλ.· - νυκτοπόρος, ον, ὁ ὁδοιπορῶν διὰ νυκτός, Ὀππ. Κυν. 3. 268· νυκτιπόρος, αὐτόθι 1. 440.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
voyager de nuit.
Étymologie: νύξ, πόρος.

Greek Monotonic

νυκτοπορέω: (πόρος), μέλ. -ήσω, ταξιδεύω, οδοιπορώ κατά τη νύχτα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

νυκτοπορέω: передвигаться ночью, совершать ночной переход Xen., Polyb.

Middle Liddell

νυκτο-πορέω, fut. -ήσω πόρος
to travel by night, Xen.