ξηράφιον
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
τό,
A = ξηρίον, Leonid. ap. Aët.14.13, Orib.Fr.84, Paul.Aeg.3.3 (freq. written ξυρ- in codd.).
German (Pape)
[Seite 279] τό, dim. von ξηρός, = ξήριον, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ξηράφιον: τό, = ξήριον, Ἀέτ. 6. 92, Παῦλ. Αἰγ. 7. 13. - (Τύπος ὑποκοριστικοῦ).
Greek Monolingual
ξηράφιον, τὸ (ΑΜ)
αποξηραντική σκόνη η οποία επιπασσόταν πάνω σε πληγές ή τραύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κατάλ. -άφιον (πρβλ. μνημ-άφιον)].