οἰακηδόν

From LSJ
Revision as of 09:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰᾱκηδόν Medium diacritics: οἰακηδόν Low diacritics: οιακηδόν Capitals: ΟΙΑΚΗΔΟΝ
Transliteration A: oiakēdón Transliteration B: oiakēdon Transliteration C: oiakidon Beta Code: oi)akhdo/n

English (LSJ)

Adv., (οἴαξ)

   A in the manner of an οἴαξ, A.D.Adv.205.4.

Greek (Liddell-Scott)

οἰᾱκηδόν: Ἐπίρρ. κατὰ τρόπον οἴακος, «πᾶν εἰς δὸν λῆγον ἐπίρρημα ποιότητὸς ἐστι παρεμφατικόν, οὐ τόπου, βοτρυδόν, οἰακηδόν, ἀγεληδόν κτλ.» Ἀπολλ. Δύσκ. ἐν Α. Β. 616. 18.

Greek Monolingual

οἰακηδόν (Α)
επίρρ. σαν τον οίακα, με τον τρόπο του οίακα, σαν τιμόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, -ακος «τιμόνι» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. πρυμν-ηδόν)].