παλίσσυρτος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
ον, (σύρω)
A dragged back, Corp.Herm.10.8 (v.l. -συτος).
Greek Monolingual
παλίσσυρτος, -ον (Α)
αυτός που σύρεται προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + συρτός (< σύρω)].