περιεργασία

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιεργᾰσία Medium diacritics: περιεργασία Low diacritics: περιεργασία Capitals: ΠΕΡΙΕΡΓΑΣΙΑ
Transliteration A: periergasía Transliteration B: periergasia Transliteration C: periergasia Beta Code: periergasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = περιεργία 1.1, Longin.3.4 : pl., Aristid. Rh.2p.535S.

Greek (Liddell-Scott)

περιεργᾰσία: ἡ, = περιεργία Λογγῖν. 3. 4. ΙΙ. μέριμνα, θλῖψις, Achmes Ὀνειροκρ. 231.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ περιεργάζομαι
1. μάταιη, ανώφελη περιέργεια
2. απασχόληση με ανώφελα και ασήμαντα πράγματα
μσν.
1. ενασχόληση με τη μαγεία
2. μέριμνα, θλίψη.