πολύχρως

From LSJ
Revision as of 02:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχρως Medium diacritics: πολύχρως Low diacritics: πολύχρως Capitals: ΠΟΛΥΧΡΩΣ
Transliteration A: polýchrōs Transliteration B: polychrōs Transliteration C: polychros Beta Code: polu/xrws

English (LSJ)

ων,

   A = πολίχροος, Arist.GA779b9.

German (Pape)

[Seite 677] ωτος, ὁ, ἡ, = πολύχροος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχρως: -ων, = πολύχροος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 19.

Greek Monolingual

-ων, Α
αυτός που έχει πολλά και ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρως (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ετερό-χρως, λευκό-χρως].

Russian (Dvoretsky)

πολύχρως: ωτος adj. Arst. = πολύχροος.