προδιάκειμαι

From LSJ
Revision as of 12:51, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιάκειμαι Medium diacritics: προδιάκειμαι Low diacritics: προδιάκειμαι Capitals: ΠΡΟΔΙΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: prodiákeimai Transliteration B: prodiakeimai Transliteration C: prodiakeimai Beta Code: prodia/keimai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be in a certain condition or state before, τῇ γνώμῃ Arr.Epict.3.21.14.

German (Pape)

[Seite 715] (s. κεῖμαι), vorher in eine Lage, Stimmung versetzt sein, Arr. Epict.

Greek (Liddell-Scott)

προδιάκειμαι: Παθ., διάκειμαι ἐκ τῶν προτέρων, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 14.

Greek Monolingual

Α
βρίσκομαι εκ τών προτέρων σε μια συγκεκριμένη ψυχική ή σωματική κατάσταση ή διάθεσηπροδιάκειμαι τῇ γνώμῃ», Αρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διάκειμαι «βρίσκομαι σε μια θέση ή ψυχική κατάσταση»].