προδιάκειμαι
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
Pass.,
A to be in a certain condition or state before, τῇ γνώμῃ Arr.Epict.3.21.14.
German (Pape)
[Seite 715] (s. κεῖμαι), vorher in eine Lage, Stimmung versetzt sein, Arr. Epict.
Greek (Liddell-Scott)
προδιάκειμαι: Παθ., διάκειμαι ἐκ τῶν προτέρων, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 14.
Greek Monolingual
Α
βρίσκομαι εκ τών προτέρων σε μια συγκεκριμένη ψυχική ή σωματική κατάσταση ή διάθεση («προδιάκειμαι τῇ γνώμῃ», Αρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διάκειμαι «βρίσκομαι σε μια θέση ή ψυχική κατάσταση»].