προσδιαναγκάζω
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
A assist in forcing, Hp.Art.6.
German (Pape)
[Seite 755] noch dazu zwingen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
προσδιᾰναγκάζω: ἀναγκάζω, βιάζω προσέτι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 792.
Greek Monolingual
Α
αναγκάζω κάποιον ή κάτι ακόμη, κάνω κάποιον ή κάτι ακόμη να βιαστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + διαναγκάζω «επιφέρω βία, αναγκάζω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-διαναγκάζω terugdwingen, terug forceren; met acc. en inf.. ὃ προσδιαναγκάζει τὴν κεφαλὴν τοῦ βραχίονος ἐς τὴν φύσιν ἀπιέναι wat de kop van de bovenarm dwingt om weer zijn natuurlijke plaats in te nemen (d.w.z. terugdwingt in zijn natuurlijk plaats) Hp. Art. 6.