προσύγκειμαι
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
Pass.,
A to be arranged, agreed beforehand, Aen.Tact.18.18,al., J.AJ18.3.2; τὸ προσυγκείμενον Aen. Tact.31.16; τὰ π. J.AJ19.2.5.
German (Pape)
[Seite 784] (s. κεῖμαι), vorher zusammengelegt, festgesetzt, verabredet sein, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
προσύγκειμαι: Παθητ., εἶμαι προσυμπεφωνημένος, ὃ προσυνέκειτο σημεῖον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 3, 2., 19. 2, 5· τὸ πρ. Αἰν. Τακτ. 31.
Greek Monolingual
Α
1. είμαι συμφωνημένος, κανονισμένος εκ τών προτέρων («ὅ προσυνέκειτο σημεῑον», Ιώσ.)
2. (η μτχ. ουδ. του ενεστ. ως ουσ.) τὸ προσυγκείμενον
η προσυμφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + σύγκειμαι «είμαι κανονισμένος, συμφωνημένος»].