σκοτεινότης
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A darkness, obscurity, Pl.Sph.254a.
German (Pape)
[Seite 905] ητος, ἡ, Finsterniß, Dunkelheit, Plat. Soph. 254 a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτεινότης: -ητος, ἡ, σκότος, ἀσημότης, Πλάτ. Σοφ. 254Α.
Russian (Dvoretsky)
σκοτεινότης: ητος ἡ темнота, тьма, мрак Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκοτεινότης -ητος, ἡ [σκότος] duisternis.