σκωληκοφάγος

From LSJ
Revision as of 16:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ον</b>" to "ᾰ], ον")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωληκοφάγος Medium diacritics: σκωληκοφάγος Low diacritics: σκωληκοφάγος Capitals: ΣΚΩΛΗΚΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: skōlēkophágos Transliteration B: skōlēkophagos Transliteration C: skolikofagos Beta Code: skwlhkofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A eating worms or grubs, ib.592b16.

German (Pape)

[Seite 909] Würmer fressend, Arist. H. A. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

σκωληκοφάγος: ον [ᾰ], ὁ τρώγων σκώληκας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 4.

Greek Monolingual

-ο / σκωληκοφάγος, -ον, ΝΑ, και σκουληκοφάγος, -ο, Ν
αυτός που τρέφεται με σκώληκες
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο σκωληκοφάγος
ζωολ. γένος ξηροβατικών πτηνών της οικογένειας τών ικτεριδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, -ηκος + -φάγος].

Russian (Dvoretsky)

σκωληκοφάγος: (ᾰ) питающийся червями (ὄρνις Arst.).