στερνίτης
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, only fem. στερκ-ῖτις, ιδος,
A of the breast, πλευραί, i.e. the 5th and 6th ribs, Poll.2.182.
German (Pape)
[Seite 937] ὁ, tem. στερνῖτις, ἡ, von der Brust, Poll.
Greek (Liddell-Scott)
στερνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ στῆθος, ὁ τοῦ στήθους, Πολυδ. Β΄, 182.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ και θηλ. στερνῖτις, -ίτιδος, Α
νεοελλ.
1. ζωολ. κοιλιακό τμήμα τών μεταμερικών σωματικών δακτύλων του χιτινώδους περιβλήματος τών αρθροπόδων
2. φρ. α) «στερνίτης μυς»
ανατ. υποτυπώδης μυς που εκφύεται από τη θωρακική περιτονία και καταφύεται στη λαβή του στέρνου
β) «τρίγωνος στερνίτης μυς»
ανατ. μυς της οπίσθιας επιφάνειας του στέρνου που λειτουργεί ως καθελκτήρας τών πλευρών κατά την εκπνοή
αρχ.
αυτός που ανήκει στο στέρνο, στο στήθος («στερνίτιδες πλευραί», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. σελην-ίτης / σελην-ῖτις)].