στρογγυλοειδής

Revision as of 14:41, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A of round form, τύπωμα Plu.2.1121c, cf. Dsc.3.54 (interpol.). Adv. -δῶς Alex.Aphr.Pr.1.107, Alex.Trall. 2.

German (Pape)

[Seite 955] ές, rundlich, Schol. Lycophr. 88 u. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα στρογγύλον ἢ ὄψιν στρογγύλην, Πλούτ. 2. 1121C. - Ἐπίρρ.-δῶς, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 107.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de forme arrondie, rond.
Étymologie: στρογγυλός, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει στρογγυλό σχήμα.
επίρρ...
στρογγυλοειδῶς Α
σε σχήμα στρογγυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

στρογγῠλοειδής: округленный, круглый (στόμιον Plut.).