στραβίζω
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
Full diacritics: στρᾰβίζω | Medium diacritics: στραβίζω | Low diacritics: στραβίζω | Capitals: ΣΤΡΑΒΙΖΩ |
Transliteration A: strabízō | Transliteration B: strabizō | Transliteration C: stravizo | Beta Code: strabi/zw |
(στραβός)
A squint, Hsch. s.v. ἰλλώπτω, EM713.13.
[Seite 950] verdrehte Augen haben, schielen, Eust. zu Il. 2, 217.
στραβίζω: (στραβός) ἔχω διεστραμμένους ὀφθαλμούς, εἶμαι «στραβός», ἀλλοίθωρος, Ἡσύχ.
Ν στραβός
αλληθωρίζω, είμαι αλλήθωρος.