συνανήκω
From LSJ
ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things
English (LSJ)
A have reference also to a thing, Phot.Bibl.p.162 B.
Greek (Liddell-Scott)
συνανήκω: ἀνήκω ὁμοίως εἴς τι, παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίον Φωτ. Βιβλ. 162. 22.
Greek Monolingual
ΝΜ
ανήκω επίσης σε κάποιον ή σε κάτι («παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίου», Φώτ.).
Greek Monolingual
ΝΜ
ανήκω επίσης σε κάποιον ή σε κάτι («παραινέσεις εἰς τὸν πνευματικὸν συνανήκουσαι βίου», Φώτ.).