συνναυμαχέω
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
English (LSJ)
A engage in a sea-fight along with, τισι Hdt.8.44, cf. Ar.Ra.702 (troch.), Th.1.73, IG12.108.41.
Greek (Liddell-Scott)
συνναυμᾰχέω: ναυμαχῶ ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 8. 44, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 702· ἐν Σαλαμῖνι ξυνναυμαχῆσαι Θουκ. 1. 73.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
combattre sur mer ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, ναυμαχέω.
Greek Monotonic
συνναυμᾱχέω: μέλ. -ήσω, εμπλέκομαι σε ναυμαχία μαζί με άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
συνναυμᾰχέω: вместе сражаться на море (τινι Her., Thuc., Dem.): ὅστις ἄν ξυνναυμαχῇ Arph. всякий участник морского боя.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνναυμαχέω [σύν, ναυμαχέω] samen een zeeslag leveren.
Middle Liddell
fut. ήσω
to engage in a sea-fight along with others, c. dat., Hdt., Ar.