τένθω
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
A v. τένδω. τέννει· στένει, βρύχεται, Hsch. τέννος· στέφανος ἐλάϊνος ἐρίῳ πεπλεγμένος, Id.
German (Pape)
[Seite 1091] att. = τένδω, VLL.
Greek Monolingual
Α
(αττ. τ.) βλ. τένδω.