φαναῖος

From LSJ
Revision as of 13:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰναῖος Medium diacritics: φαναῖος Low diacritics: φαναίος Capitals: ΦΑΝΑΙΟΣ
Transliteration A: phanaîos Transliteration B: phanaios Transliteration C: fanaios Beta Code: fanai=os

English (LSJ)

α, ον, (φανή)

   A giving or bringing light, of Zeus, E.Rh.355 (lyr.); of Apollo, in Chios, Achae.35.

German (Pape)

[Seite 1254] Licht gebend, bringend, Beiw. des Zeus, Eur. Rhes. 355, u. des Apollo, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰναῖος: -α, -ον, (φανὴ) ὁ παρέχων ἢ φέρων φῶς, ἐπίθ. τοῦ Διός, Εὐρ. Ρῆσ. 355˙ τοῦ Ἀπόλλ., Ἀχαιὸς παρ’ Ἡσύχ.: «Φαναῖος˙ Ἀπόλλων˙ Ἀχαιὸς Ὀμφάλῃ (Ἀποσπ. 33). παρὰ Χίοις οὕτω λέγεται».

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui donne ou apporte la lumière (ép. de Zeus).
Étymologie: φαίνω.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Διός και του Απόλλωνος) αυτός που έχει ή δίνει φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανή «πυρσός» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αῖος)].

Greek Monotonic

φᾰναῖος: -α, -ον (φανή), αυτός που δίνει ή φέρνει φως, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φᾰναῖος: дающий или несущий свет, светоносный (Ζεύς Eur.).

Middle Liddell

φᾰναῖος, η, ον φανή
giving or bringing light, Eur.