φελλίον
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
τό,
A = φελλεύς 1, X.Cyn.5.18 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1260] τό, gew. im plur., = φελλεύς; Xen. Cyn. 4, 18; Tim. lex. Plat. φελλία, χωρία λεπτόγεια.
Greek (Liddell-Scott)
φελλίον: τό, φελλίς, ίδος, ἡ, ἴδε ἐν λ. φελλεύς.
Greek Monolingual
τὸ, τ. πληθ. και φελλέα, τὰ, Α
(κυρίως στον πληθ.) τὰ φελλία και φελλέα
πετρώδεις τόποι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φελλεύς, με κατάλ. -ίον].
Greek Monotonic
φελλίον: τό, = φελλεύς, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
φελλίον: τό Xen. = φελλεύς.