φερεσσίπονος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A = φερέπονος, IG14.1015.
German (Pape)
[Seite 1261] poet. statt φερέπονος, Welck. Syllog. epigr. 135, 5.
Greek (Liddell-Scott)
φερεσσίπονος: -ον, = φερέπονος, ον, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1026.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) φερέπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί του φερέπονος, κατά το τελεσσί-φρων].