φιδίτης

From LSJ
Revision as of 13:00, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐδίτης Medium diacritics: φιδίτης Low diacritics: φιδίτης Capitals: ΦΙΔΙΤΗΣ
Transliteration A: phidítēs Transliteration B: phiditēs Transliteration C: fiditis Beta Code: fidi/ths

English (LSJ)

[ῑτ], ου, Dor. -ας, α, ὁ,

   A member of a φιδίτιον, Sphaer.Stoic.1.142, Ath.4.140e (φειδ- codd.Ath. in both places).

Greek Monolingual

και φειδίτης, -ου, ό, δωρ. τ. φιδίτης, -α, Α
μέλος φιδιτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ. με κατάλ. -ίτης (πρβλ. θιασ-ίτης), σχηματισμένος από ένα θ. φ(ε)ιδ-, το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για το θ. ενός αμάρτυρου ουσ. με σημ. «μέρος, μερίδιο» που πιθ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bh(e)id- «χωρίζω, διανέμω» (πρβλ. φείδομαι), αν όχι για την ίδια την λ. φειδώ. Συνεπώς, η κυριολ. σημ. της λ. θα ήταν «αυτός που παίρνει την μερίδα που του αναλογεί». Η άποψη ότι ο τ. προήλθε από την λ. φιλία με εναλλαγή λ/δ (πρβλ. και τον τ. φιλίτια) δεν θεωρείται πιθανή].