χαλκεγχής

From LSJ
Revision as of 13:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεγχής Medium diacritics: χαλκεγχής Low diacritics: χαλκεγχής Capitals: ΧΑΛΚΕΓΧΗΣ
Transliteration A: chalkenchḗs Transliteration B: chalkenchēs Transliteration C: chalkegchis Beta Code: xalkegxh/s

English (LSJ)

ές,

   A with brazen lance, χαλκεγχέων Τρώων E.Tr.143 (lyr.) (χαλκέγχεων in cod.Hsch. is wrongly accented, cf. δολιχεγχής).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à la lance d’airain.
Étymologie: χαλκός, ἔγχος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει χάλκινη λόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -εγχής (< ἔγχος «δόρυ»), πρβλ. κεραυν-εγχής].

Greek Monotonic

χαλκεγχής: -ές (ἔγχος), αυτός που έχει χάλκινο δόρυ, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκεγχής: вооруженный медным (бронзовым) копьем (Τρῶες Eur.).