χαυνόπρωκτος
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ον,
A wide-breeched, with large anus, with gaping anus, pathic, catamite, sodomite, person who submits to anal sex, passive male partner in anal intercourse, passive homosexual, brownie queen, browning queen, passive, passive partner, passive Greek, hianti podice, cinaedus, catamitus, cum ano dilatato, pathicus (cf. εὐρύπρωκτος, χαυνόπρωκτος, λακκόπρωκτος, θερμόπρωκτος, στενόπρωκτος, δασύπρωκτος), ib.104.
German (Pape)
[Seite 1341] mit schlaffem, weitem Hintern, durch unnatürliche Wollust erschlafft, Ar. Ach. 106.
Greek (Liddell-Scott)
χαυνόπρωκτος: -ον, ὁ χαυνωθεὶς τὸν πρωκτόν, κίναιδος, ἔκλυτος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 104.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. εὐρύπρωκτος.
Étymologie: χαῦνος, πρωκτός.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κωμική λ.) κίναιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + πρωκτός (πρβλ. δασύ-πρωκτος, εὐρύ-πρωκτος)].
Greek Monotonic
χαυνόπρωκτος: -ον, κίναιδος, έκλυτος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χαυνόπρωκτος: hianti podice, т. е. предающийся противоестественному разврату Arph.
Middle Liddell
χαυνόπρωκτος, ον,
wide-breeched, Ar.