χαμόθεν
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
A v. χαμᾶθεν.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμόθεν: ἐπίρρ., ἴδε ἐν λ. χαμᾶθεν.
French (Bailly abrégé)
mauv. leç. p. χαμᾶθεν.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. από το έδαφος, χαμᾶθεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του επιρρ. χαμᾶθεν, σχηματισμένος από το θ. του χαμαί με επιρρμ. κατάλ. -όθεν (πρβλ. τηλ-όθεν)].
Greek Monotonic
χᾰμόθεν: επίρρ. χαμᾶθεν, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
χᾰμόθεν: adv. Xen., Plut., Luc. = χαμᾶθεν.
Middle Liddell
= χαμᾶθεν, Xen.]