χορταστικός

From LSJ
Revision as of 17:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορταστικός Medium diacritics: χορταστικός Low diacritics: χορταστικός Capitals: ΧΟΡΤΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chortastikós Transliteration B: chortastikos Transliteration C: chortastikos Beta Code: xortastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (χορτάζω)

   A good for feeding, nutritious, Hsch. s.v. καπανικώτερα (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1367] zum Füttern, Mästen gehörig, geschickt (?).

Greek (Liddell-Scott)

χορταστικός: -ή, -όν, (χορτάζω) ἁρμόδιος εἰς τὸ χορτάζειν, χορταστικὸς ὡς καὶ νῦν, ἴδε καπανικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χορταστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χορτάζω
αυτός που επιφέρει χορτασμό, κορεστικός
νεοελλ.
1. άφθονος («χορταστικό παγωτό»)
2. απολαυστικός («χορταστικό θέαμα»).
επίρρ...
χορταστικά Ν
κατά τρόπο χορταστικό.