ψευδόρκιος

From LSJ
Revision as of 23:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδόρκιος Medium diacritics: ψευδόρκιος Low diacritics: ψευδόρκιος Capitals: ΨΕΥΔΟΡΚΙΟΣ
Transliteration A: pseudórkios Transliteration B: pseudorkios Transliteration C: psevdorkios Beta Code: yeudo/rkios

English (LSJ)

ον,

   A perjured, forsworn, Hdt.1.165.

German (Pape)

[Seite 1395] = ψεύδορκος, falsch schwörend, meineidig, Her. 1, 165.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδόρκιος: -ον, ψευδῶς ὁρκισθείς, ἐπίορκος, Ἡρόδ. 1. 165.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait un faux serment, qui se parjure.
Étymologie: ψευδής, ὅρκος.

Greek Monolingual

-ον, Α ψεύδορκος
αυτός που έδωσε ψεύτικο όρκο.

Greek Monotonic

ψευδόρκιος: -ον (ὅρκος), αυτός που ορκίζεται ψευδώς, επίορκος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ψευδόρκιος: нарушивший клятву: ψευδόρκιοι γενόμενοι Her. нарушив данную клятву.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδόρκιος -ον [ψευδής, ὅρκος] meinedig.

Middle Liddell

ψευδ-όρκιος, ον, ὅρκος
perjured, forsworn, Hdt.