ἀκρατόφρων

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρᾰτόφρων Medium diacritics: ἀκρατόφρων Low diacritics: ακρατόφρων Capitals: ΑΚΡΑΤΟΦΡΩΝ
Transliteration A: akratóphrōn Transliteration B: akratophrōn Transliteration C: akratofron Beta Code: a)krato/frwn

English (LSJ)

ονος,

   A lacking in self-control, gloss on χαλίφρων, Sch. Od.19.530.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρατόφρων: -ον, ὁ «κεχαλασμένας ἔχων τὰς φρένας», ἐξ ἀκράτου, ἀσύνετος, ἄφρων, «ἔνιοι δὲ χαλίφρονα τὸν ἀκρατόφρονα, χάλις γὰρ ὁ οἶνος ὁ ἀναχαλῶν τὰς φρένας», Σχόλ. εἰς Ὀδυσσ. Τ. 530.

Spanish (DGE)

-ον

• Morfología: [gen. -ονος]
irreflexivo, que no tiene control Sch.Od.19.530.

Greek Monolingual

ἀκρατόφρων (-ονος), -ον (Μ)
αυτός που δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, αχαλίνωτος, ασυγκράτητος, ασύνετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατὴς + -φρων < φρήν.