ἀμυντρόν
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
τό,
A reward for defence, A.Fr. 451 E.
Spanish (DGE)
-οῦ, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
premio por la defensa A.Fr.756.
Greek Monolingual
ἄμυντρον, το (Α)
αμοιβή για άμυνα, η αμοιβή που παίρνει ο αμυντής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω + -τρον (πρβλ. διδάσκω-δίδακτρον, -α)].