ἀνάλημμα
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is used for repairing or supporting; sling for a wounded limb, Hp.Off.23. II any high erection or embankment, esp. of substructures or retaining-walls, SIG2587.20, SIG290 (Delph.), 813A5 (Delph.), IG11.163A38 (Delos), cf. 165.33, D.S.17.71: pl., Id.20.36, D.H.3.69, IG4.203.21; τὸ ἀ. τῆς πόλεως Δαυίδ LXX 2 Ch.32.5; ἀ. ὑψηλὸν περιβόλου ἱεροῦ ib.Si.50.2. III sun-dial, CIG2681, Vitr.9.7.7. IV = μέρος τι τοῦ ἥπατος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 195] τό, Erhebung, Aufrichtung? τὰ ἀναλήμματα, bei D. H. 3, 69. 4, 59, u. im sing. Diod. Sic. 17, 71, vgl. 20, 36, untergebaute Mauern, substructiones. die zur Befestigung u. Grnndlage dienen: Vitruv. nennt daher die auf ein solches Postament gestellte Sonnenuhr selbst analemmata.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): ἀνάλαμμα SIG 290 (Delfos IV a.C.)
I 1medic. cabestrillo Hp.Off.23.
2 arq. muro de contención en diversos tipos de construcciones IG 22.1672.20 (Eleusis IV a.C.), SIG l.c., IG 11(2).163A.38, 165.33 (Delos), FD 3.181.5 (I a.C.), IG 4.203.21
•terraza, CIG 2681 (Yasos), D.H.3.69.1, D.S.17.71, 20.36, LXX Si.50.2, LXX 2Pa.32.5.
II 1astr. proyección sobre un plano de partes de la esfera celeste, Hero Dioptr.304.19, tít. de una obra de Ptolomeo, Vitr.9.6.1, 7.6, tít. de una obra del matemático Diodoro de Alejandría, Papp.246.1.
2 cierta parte del hígado Hsch.
Greek Monolingual
το (Α ἀνάλημμα)
τείχος που οικοδομείται για να συγκρατήσει από κατολίσθηση το υλικό ισοπέδου επιχωματώσεως σε επικλινές έδαφος, αντέρεισμα, πεζούλα
αρχ.
1. οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα
2. ιατρ. χειρολάβος, η ταινία που περνιέται στον λαιμό για να συγκρατεί σπασμένο βραχίονα, ο αορτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + -λῆμμα < λαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάλημμα: ατος τό фундамент, подпора Diod.