ἀναθηλέω
From LSJ
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
English (LSJ)
A sprout afresh, οὐδ' ἀναθηλήσει Il.1.236.
German (Pape)
[Seite 188] wieder aufgrünen, Il. 1, 236.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθηλέω: ὡς τὸ ἀναθάλλω, βλαστάνω ἐκ νέου, οὐδ’ ἀναθηλήσει, οὐδ’ ἀναβλαστήσει, Ἰλ. Α. 236.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pousser ou fleurir de nouveau.
Étymologie: ἀνά, θάλλω.
English (Autenrieth)
(θάλλω): bloom again, fut., Il. 1.236†.
Spanish (DGE)
reverdecer, retoñar τόδε σκῆπτρον ... οὐδ' ἀναθηλήσει Il.1.236, ῥίζη δ' ἀναθηλήσει Orac.Sib.11.252
•fig. αὐτίκα γάρ μοι χρὼς ἀναθηλήσει κρατὶ μελαινομένῳ AP 5.264 (Paul.Sil.).
Greek Monotonic
ἀναθηλέω: μέλ. -ήσω (θάλλω), ξαναβλασταίνω, φυτρώνω εκ νέου, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναθηλέω: вновь зацветать или вновь зеленеть Hom., Anth.