ἀναμολεῖν
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
ἀνέμολον, aor. 2 with no pres. in use (cf. βλώσκω),
A go through, ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πόλιν E.Hec.928.
German (Pape)
[Seite 198] in tmesi, ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πὁλιν Eur. Hec. 928, hindurchgehen, sich überall hin verbreiten.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμολεῖν: ἀνέμολον, ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει (πρβλ. βλώσκω), διέρχομαι, (ἐν τμήσει) ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πόλιν Εὐρ. Ἑκ. 928.
Spanish (DGE)
v. ἀναβλώσκω.
Greek Monotonic
ἀναμολεῖν: απαρ. του ἀν-έμολον, αόρ. βʹ του ἀναβλώσκω, διέρχομαι, διαπερνώ, με αιτ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμολεῖν: (inf. aor. 2) пройти, пронестись: ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πόλιν Eur. клич пронесся по городу.