ἀναλόγισμα

From LSJ
Revision as of 14:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλόγισμα Medium diacritics: ἀναλόγισμα Low diacritics: αναλόγισμα Capitals: ΑΝΑΛΟΓΙΣΜΑ
Transliteration A: analógisma Transliteration B: analogisma Transliteration C: analogisma Beta Code: a)nalo/gisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a result of reasoning, τὰ περὶ τούτων ἀ. Pl.Tht.186c.

German (Pape)

[Seite 196] τό, das Zusammenhalten einer Sache mit einer andern, um ihr gegenseitiges Verhältniß auszumitteln, Vergleichung, Plat. Theaet. 186 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλόγισμα: -ατος, τό, ἡ ἐκ παραβολῆς κρίσις, τὸ ἐξ ἀναλογισμοῦ συμπέρασμα, τὰ δὲ περὶ τούτων ἀναλογίσματα Πλάτ. Θεαίτ. 186C.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
razonamiento τὰ δὲ περὶ τούτων ἀναλογίσματα los razonamientos en torno a éstas (a las sensaciones), Pl.Tht.186c, τὸ δηλούμε νον ἀναλογίσματός τινος Epicur.Fr.[31] 7.7.

Greek Monolingual

ἀναλόγισμα, το (Α) ἀναλογίζομαι
συμπέρασμα που εξάγεται μετά από σύγκριση.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλόγισμα: ατος τό размышление, сопоставление, сравнение (τὰ περί τινος ἀναλογίσματα πρός τι Plat.).