ἀνακοιτάζομαι

From LSJ
Revision as of 11:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακοιτάζομαι Medium diacritics: ἀνακοιτάζομαι Low diacritics: ανακοιτάζομαι Capitals: ΑΝΑΚΟΙΤΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: anakoitázomai Transliteration B: anakoitazomai Transliteration C: anakoitazomai Beta Code: a)nakoita/zomai

English (LSJ)

   A deflower a maiden, Sch.Opp.H.1.390.

Spanish (DGE)

desflorar a una doncella, Sch.Opp.H.1.390.

Greek Monolingual

ἀνακοιτάζομαι)
νεοελλ.
βλέπω, κοιτάζω κάποιον την ώρα που κοιτάζει κι αυτός εμένα
αρχ.
(κυρίως γι' αυτόν που πλαγιάζει με παρθένα) πλαγιάζω μαζί, διακορεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνακοιτάζομαι < ἀνα- + κοιτάζομαι (< κοίτη), «πηγαίνω στο κρεβάτι, πλαγιάζω να κοιμηθώ». Το νεοελλ. ανακοιτάζομαι < ανα- + κοιτάζομαι, με τη νεοελλ. σημασία του ρ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακοίταγμα].