ἅβρα

From LSJ
Revision as of 15:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅβρα Medium diacritics: ἅβρα Low diacritics: άβρα Capitals: ΑΒΡΑ
Transliteration A: hábra Transliteration B: habra Transliteration C: avra Beta Code: a(/bra

English (LSJ)

ἡ,

   A favourite slave, Men.64.3, al., LXX Ge.24.61, Ex.2.5, al., Plu.Caes.10, Aristaen.1.22, Luc.Tox.14. (Prob. Semitic; written by some Gramm. ἄβρα, cf. AB322.)

German (Pape)

[Seite 4] ἡ, (substantivirtes fem. von ἁβρός), Zofe (delicata der Römer). S. Mein. zu Menand. p. 25; Luc. Merc. cond. 39 τῆς γυναικὸς ἅβραν παρθένον διέφθειρας.

Greek (Liddell-Scott)

ἅβρα: ἡ, εὐνοουμένη δούλη· Λατ. delicata, Μένανδ. ἐν «Ἀπίστῳ», 1, ἐν «Σικυωνίῳ», 3. ἐν «Ψευδηρακλεῖ», 3. Ο΄, (Γεν. Κδ΄ 61, Ἔξ. β΄ 5. ἀλλ.). Συνήθως σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ ἁβρός· (ἀλλὰ παλαιοί τινες γραμματικοὶ λέγουσι τὴν λέξ. ξένην καὶ γράφουσιν: ἄβρα· πρβ. Α. Β. 322).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
jeune femme, jeune fille de confiance de la maîtresse de maison.
Étymologie: DELG sans étym. -- Babiniotis pê apparenté à ἥβη.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): ἄ- Men.Fr.63.3, Poll.4.154

• Prosodia: [ᾰ-]
esclava adscrita a una mujer azafata, doncella ἅβρα τῆς μητρὸς αὐτῶν γενομένη Men.Fr.411.3, θυγάτηρ βασιλέως ἅβραις ὁμοῦ Ezech.19
esp. en AT Ῥεβέκκα καὶ αἱ ἅβραι αὐτῆς LXX Ge.24.61, ἡ θυγάτηρ Φαραω ... καὶ αἱ ἅβραι αὐτῆς LXX Ex.2.5, cf. LXX Iu.8.10, 33, 10.2, 5, αἱ ἅβραι καὶ οἱ εὐνοῦχοι τῆς βασιλίσσης LXX Es.4.4, ἅβρα ... Πομπεΐας Plu.Caes.10, Ἑρπυλλίς, ἡ Μεγάρας ἅβρα Alciphr.4.7.3, κόρῃ ἅβραν ἀνακαλούσῃ Ael.Ep.15, πεμπομένη τὴν ἅβραν Luc.Tox.14, ἄ. περίκουρος máscara cómica que representa una esclava, Poll.l.c.
esp. esclava predilecta, favorita ᾤμην, εἰ τὸ χρυσίον λάβοι ὁ γέρων, θεράπαιναν εὐθὺς ἠγορασμένην ἄβραν ἔσεσθαι Men.Fr.63.3
Ἅβρα tít. de una comedia de Nicóstrato, Ath.133c.

• Etimología: Se puede relacionar con ἁβρός q.u.; pero también se ha pensado en un préstamo del sem. ḥbr ‘compañero’.

Russian (Dvoretsky)

ἅβρα: ἡ любимая рабыня, служанка-наперсница Men., Luc.