ἐννυχεύω

Revision as of 15:36, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A to sleep in or on, τῷ σηκῷ Plu.2.434e: metaph., Ἔρως, ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις S.Ant.784 (lyr.).    II sink, of a star, Babr.124.16.

German (Pape)

[Seite 848] darin übernachten; τῇ σηκῷ Plut. def. or. 45; a. Sp., wie Babr. 124, 16. Bei Soph. Ant. 780 ch., Ἔρως, ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις, der du auf den zarten Wangen verweilst, thronst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννῠχεύω: διέρχομαι τὴν νύκτα ἔν τινι τόπῳ, ἐννυκτερεύω, τῷ σηκῷ Πλούτ. 2. 434D· μεταφ., Ἔρως, ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις Σοφ. Ἀντ. 784, ἴδε σημ. Jebb. καὶ πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατ. (ᾨδ. 4. 13, 8) excubat in genis. ΙΙ. ἐπὶ ἀστέρος ἢ ἀστερισμοῦ, δύνω, πότ’ ἐννυχεύει χρυσότοξος Ὠρίων; Αἰσώπου Μῦθοι 341 ἔκδ. Ἁλμίου, 413 ἔκδ. Κοραῆ.

French (Bailly abrégé)

1 passer la nuit dans, τινι;
2 passer la nuit ou reposer sur, τινι;
3 accomplir sa course pendant la nuit en parl. d’une étoile.
Étymologie: ἔννυχος.

Spanish (DGE)

1 pasar la noche, pernoctar c. dat. de lugar τῷ σηκῷ Plu.2.434e, τῇ γῇ Philostr.Her.72.5, c. rég. prep. ἐπὶ τοῦ κολωνοῦ τοῦ Ἀχιλλέως Philostr.VA 4.11, ὑπ' αὐτῷ (λίνῳ) ref. la vestimenta pitagórica, Philostr.VA 8.7 (p.309), fig. Ἔρως ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις S.Ant.784.
2 pasar la noche en vela ἐννυχεύσας ἐνεδύσατο ἐσθῆτα εὐτελῆ A.Thom.A 101.
3 irse a dormir fig. de un astro ponerse πῶς γνώσῃ πότ' ἐννυχεύει χρυσότοξος Ὠρίων; Babr.124.16.

Greek Monolingual

ἐννυχεύω (Α) έννυχος
1. διανυκτερεύω, κοιμάμαι κάπου
2. μτφ. διαμένω, διατρίβω κάπου («Ἔρως ὅς ἐν μαλακαῑς παρειαῑς νεάνιδος ἐννυχεύεις», Σοφ.)
3. (για αστέρια) δύω, δύνω («πότ' ἐννυχεύει χρυσότοξος Ὠρίων», Αίσωπ.).

Greek Monotonic

ἐννῠχεύω: μέλ. -σω, περνώ τη νύχτα κάπου, διανυκτερεύω, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐννῠχεύω: (где-л.)
1) проводить ночь, ночевать (τῷ σηκῷ Plut.);
2) покоиться (ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος Soph.);
3) (о звездах) совершать ночной путь Babr.

Middle Liddell

fut. σω
to sleep in or on a place, Soph.