ἐπάλειμμα

From LSJ
Revision as of 15:24, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάλειμμα Medium diacritics: ἐπάλειμμα Low diacritics: επάλειμμα Capitals: ΕΠΑΛΕΙΜΜΑ
Transliteration A: epáleimma Transliteration B: epaleimma Transliteration C: epaleimma Beta Code: e)pa/leimma

English (LSJ)

[ᾰλ], ατος, τό,

   A unguent, ἐκζεμάτων Dsc.1.43.4, cf. Inscr.Prien.112.90, al. (i B.C.), Michel544.20 (Themisonium, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 897] τό, das Daraufgeschmierte, Salbe.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάλειμμα: τό, ἀλοιφή, ἐκζεμάτων ἐπάλειμα Δισκ. 1. 53, ἐν τέλει, Ἐπιγρ. Σηστοῦ, Μουσ. καὶ Βιβλ. Σμυρν. 1878, σ. 20, 22.

Greek Monolingual

το (Α ἐπάλειμμα) επαλείφω
ό,τι επαλείφεται σε μια επιφάνεια, αλοιφή, επίχρισμα (α. «επάλειμμα ασβέστη» β. «ἐκζεμάτων έπάλειμμα», Διοσκ.).