ἐπιάλλομαι

From LSJ
Revision as of 16:20, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιάλλομαι Medium diacritics: ἐπιάλλομαι Low diacritics: επιάλλομαι Capitals: ΕΠΙΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: epiállomai Transliteration B: epiallomai Transliteration C: epiallomai Beta Code: e)pia/llomai

English (LSJ)

Ep. for ἐφάλλομαι, aor. 2 part.

   A ἐπιάλμενος Il.7.15, Od.24.320.

German (Pape)

[Seite 927] nur ἐπιάλμενος, als aor. II. zu ἐφάλλομαι (w. m. s.), Il. 7, 15 Od. 24, 320.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιάλλομαι: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἐφάλλομαι, οὗ ὁ Ὅμηρος ἔχει μετοχ. ἀορ. β´ συγκεκομμένης ἐπιάλμενος, ἀντὶ ἐφαλόμενος, ἵππων ἐπιάλμενον ὠκειάων Ἰλ. Η. 15, Ὀδ. Ω. 320, Ησύχ.

Greek Monolingual

ἐπιάλλομαι (Α)
επικ. τ. του ἐφάλλομαι.

Greek Monotonic

ἐπιάλλομαι: Επικ. αντί ἐφ-άλλομαι, για το οποίο ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τη μτχ. Επικ. αορ. βʹ ἐπιάλμενος.